- κοπελίστικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοπέλα ή αυτός που ταιριάζει σε κοπέλα2. παιδικός, παιδιάστικος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπελίστικατα παιδιαρίσματα, οι παιδικές ανοησίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορ-ίστικος, κοριτσ-ίστικος)].
Dictionary of Greek. 2013.